φλογιστόν

φλογιστόν
Φανταστική ουσία, με την οποία ο Γκέοργκ Ερνστ Σταλ (1660 – 1734) προσπάθησε να εξηγήσει τους μετασχηματισμούς που παθαίνουν οι ουσίες κατά τις αντιδράσεις της καύσης, της οξείδωσης και της πυράκτωσης. Υπέθεσε ότι στις αντιδράσεις αυτές δαπανάται μία ουσία, το φ., με βάρος αρνητικό, η οποία περιέχεται, σε μεταβλητές ποσότητες, σε κάθε σώμα και ότι υπάρχουν ουσίες φτωχές σε φ. και άλλες πλούσιες, όπως π.χ. ο άνθρακας, που είναι καθαρό φ. επειδή καίγεται χωρίς κατάλοιπα. Η θεωρία περί φ. βρήκε αρχικά αρκετή υποστήριξη μέχρις ότου ο Λαβουαζιέ κατέρριψε, με τα κλασικά πειράματα του, την υπόθεση αυτή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φλογιστόν — φλογιστός burnt up masc acc sg φλογιστός burnt up neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Phlogiston theory — The alchemist and physician J. J. Becher proposed the phlogiston theory The phlogiston theory (from the Ancient Greek φλογιστόν phlogistón burning up , from φλόξ phlóx flame ), first stated in 1667 by Johann Joachim Becher, is an obsolete… …   Wikipedia

  • θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας …   Dictionary of Greek

  • κατανθρακώ — κατανθρακῶ, όω (Α) μεταβάλλω εντελώς σε άνθρακα με την καύση, απανθρακώνω, «κάνω κάρβουνο» (α. «στέγην πυρώσω καὶ κατανθρακώσομαι», Αισχύλ. β. «δέμας φλογιστὸν ἤδη καὶ κατηνθρακωμένον», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”