- φλογιστόν
- Φανταστική ουσία, με την οποία ο Γκέοργκ Ερνστ Σταλ (1660 – 1734) προσπάθησε να εξηγήσει τους μετασχηματισμούς που παθαίνουν οι ουσίες κατά τις αντιδράσεις της καύσης, της οξείδωσης και της πυράκτωσης. Υπέθεσε ότι στις αντιδράσεις αυτές δαπανάται μία ουσία, το φ., με βάρος αρνητικό, η οποία περιέχεται, σε μεταβλητές ποσότητες, σε κάθε σώμα και ότι υπάρχουν ουσίες φτωχές σε φ. και άλλες πλούσιες, όπως π.χ. ο άνθρακας, που είναι καθαρό φ. επειδή καίγεται χωρίς κατάλοιπα. Η θεωρία περί φ. βρήκε αρχικά αρκετή υποστήριξη μέχρις ότου ο Λαβουαζιέ κατέρριψε, με τα κλασικά πειράματα του, την υπόθεση αυτή.
Dictionary of Greek. 2013.